συραιγύπτιος

συραιγύπτιος
-ία, -ον, Α
1. Σύρος που κατοικεί στην Αίγυπτο
2. Αιγύπτιος καταγόμενος από τη Συρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σύρος + Αἰγύπτιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”